φλοϊστικός

φλοϊστικός
-ή, -όν, Α [φλοΐζω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φλοϊσμό
2. φρ. «ἡ φλοϊστική φυτῶν»
(ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής κάθε είδους πλεκτών αντικειμένων από τον κυρίως φλοιό νεαρών δένδρων ή τών κλαδιών τους (Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλοιστική — φλοϊστική , φλοϊστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) φλοιστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”